Έχει περάσει κάτι παραπάνω από ένας μήνας, από το πρωινό της 8ης Δεκεμβρίου του 2016, όπου έξι μέλη του Ελληνικού Ορειβατικού Συλλόγου Χανίων πάτησαν την κορυφή Uhuru των 5.895 μ. στον κρατήρα Kibo του όρους Kilimanjaro στην Τανζανία. Και όπως σχεδόν πάντοτε συμβαίνει με τα ταξίδια των οποίων η εμπειρία, οι εικόνες και τα βιώματα αφήνουν βαθιά τα αποτυπώματα τους, έτσι και τώρα όσα ζήσαμε συνεχίζουν να στριφογυρίζουν ξανά και ξανά στο μυαλό και τη μνήμη μας. Επίμονα. Λες, και ήταν χθες...
Το όρος Kilimanjaro, είναι το μεγαλύτερο “free standing mountain” στον κόσμο, δηλ. είναι το ψηλότερο βουνό που στέκει μόνο του, χωρίς να αποτελεί μέρος κάποιας οροσειράς. Βρίσκεται στην Βορειοανατολική Τανζανία, δίπλα ακριβώς από τα σύνορα της χώρας με την Κένυα. Η ψηλότερη κορυφή του, η “Uhuru”(Ελευθερία στα Σουαχίλι) αποτελεί το ψηλότερο σημείο του κρατήρα Kibo. Κάθε χρόνο, χιλιάδες πεζοπόροι και ορειβάτες επιχειρούν να την κατακτήσουν, ζώντας ταυτόχρονα και τη μοναδική εμπειρία διάσχισης μέσα σε λίγες μέρες και των πέντε ζωνών βλάστησης του πλανήτη. Από τα τροπικά “Rainforest” στα σεληνιακά – αλπικά τοπία της κορυφής. Από αυτούς, λιγότεροι από τους μισούς τα καταφέρνουν (περίπου 40-45%).
Υπάρχουν 7 διαδρομές για να ανέβει κάποιος στο Kilimanjaro. Από αυτές, η ομάδα μας επέλεξε να ακολουθήσει την Machame route. Έχει μήκος 62 χλμ. περίπου, θεωρείται η δεύτερη δυσκολότερη διαδρομή, ταυτόχρονα όμως και η ομορφότερη. Κινείται περιμετρικά της νοτιοδυτικής πλευράς του βουνού και σου δίνει την δυνατότητα να αντικρίσεις την ποικιλία εικόνων, και το φυσικό του μεγαλείο σε όλη του την έκταση. Κάθε μέρα, περπατάς σε άλλο πλανήτη. Τόσο διαφορετικά τοπία εναλλάσσονται μπροστά σου περπατώντας από camp σε camp. Επίσης η Machame route, θεωρείται η καλύτερη για τον εγκλιματισμό, την διαδικασία δηλ. που χρειάζεται το σώμα για να προσαρμοστεί στο ολοένα και αυξανόμενο υψόμετρο, χωρίς να εκδηλωθεί η λεγόμενη “Νόσος μεγάλου υψομέτρου”, η οποία και αποτελεί και τον μεγαλύτερο εχθρό του ορειβάτη στα ψηλά βουνά λόγω της σταδιακής έλλειψης οξυγόνου, το μεγαλύτερο εμπόδιο που όσο και να προετοιμαστείς, κανείς δεν μπορεί να σου εγγυηθεί ότι θα το προσπεράσεις. Έτσι, για να μην ξεχνάμε, ότι τον τελευταίο λόγο τον έχει πάντα το βουνό.
Ξεκινήσαμε το πρωί της 4ης Δεκεμβρίου 2016. Γνωριμία με τους οδηγούς μας, τρεις τον αριθμό: ο Derrick, ο Bosco και ο Goodluck, ή ο Ευτύχης κατά το ελληνιστί. Εξαιρετικά παιδιά και άψογοι επαγγελματίες. Στην είσοδο Machame Gate του Kilimanjaro National Park, και μέχρι να τακτοποιηθούν τα γραφειοκρατικά κάναμε και άλλη μία γνωριμία: με τον περίφημο Kilimanjaro Army. Έτσι αποκαλείται η στρατιά των αχθοφόρων που στρατολογούνται από τις εταιρείες trekking για να κουβαλήσουν κυριολεκτικά στο κεφάλι τους τις αποσκευές των πελατών και όλο τον εξοπλισμό camping και υποστήριξης της ανάβασης του εκάστοτε γκρουπ. Ντυμένοι με ρούχα, που συνήθως τους έχουν παραχωρηθεί από πελάτες και είναι εμφανώς παλιά και αταίριαστα πάνω τους (κυρίως πολύ μεγάλα, μιας και όλοι τους είναι εξαιρετικά αδύνατοι), φορώντας παπούτσια που εμείς εδώ θα τα είχαμε επιεικώς για πέταμα, κουβαλάνε τα πάντα, ανεβαίνουν με ταχύτητα προς το επόμενο camp, όχι για να αράξουν και να ξεκουραστούν, αλλά για να στήσουν τις σκηνές, να κουβαλήσουν νερό για να το βράσουν και να το φιλτράρουν, και να κάνουν γενικώς ότι απαιτείται έτσι ώστε όταν καταφθάσουμε εμείς καταϊδρωμένοι και ταλαίπωροι, να βρούμε τα πάντα έτοιμα, μέχρι και ζεστό νερό για να πλύνουμε τα πόδια μας, τρομάρα μας. Αυτοί οι αξιοθαύμαστοι άνθρωποι, που αποτελούν και το θεμέλιο της βιομηχανίας τουKilimanjaro (χωρίς αυτούς, το βουνό δεν θα ήταν μαζικά επισκέψιμο μιας και κάποιες εταιρείες που δοκίμασαν να τους αντικαταστήσουν με μουλάρια, αυτά έσκασαν από το υψόμετρο) αμείβονται με το “θηριώδες” ποσό των 3-5 δολαρίων τη μέρα. Και να σκεφτεί κανείς, ότι μέχρι πριν λίγα χρόνια, τα έκαναν όλα αυτά, χωρίς να τους δίνουν οι εταιρείες τα απαραίτητα (σακίδια, υπνόσακους, σκηνές κτλ) για την αξιοπρεπή εργασία και διαβίωσή τους. Μια σπηλιά, ένα κουβερτάκι και ένα το πολύ γεύμα ημερησίως ήταν οι παροχές τους για να τα βγάλουν πέρα.
Μετά από αυτή την γνωριμία λοιπόν με τον “στρατό” του Kilimanjaro, ξεκινήσαμε το περπάτημα. “Pole pole” στα Σουαχίλι, δηλ. σιγά σιγά. Αυτό είναι το σύνθημα του βουνού. Σιγά σιγά, αργά σταθερά βήματα για να μην εξαντλήσεις τον οργανισμό σου, για να εγκλιματιστείς καλύτερα στο υψόμετρο. Έτσι πήγε μέχρι τέλους κάθε μέρα. Από camp σε camp, πεζοπορία 6-8 ώρες καθημερινά και όσο ανεβαίναμε υψόμετρο και μας κοβόταν η ανάσα, όσο ζόριζε η ανηφόρα, ακόμα πιο pole pole. Ο χώρος είναι μικρός για να μπούμε σε λεπτομέρειες και να αναλύσουμε την κάθε μέρα. Είναι τόσα πολλά που θα μπορούσες να γράψεις για τις καθημερινές μας εμπειρίες, τις παραστάσεις φυσικής και απόκοσμης ομορφιάς που μας έδινε συνέχεια αυτός ο γίγαντας της Αφρικής. Που όσο ζυγώναμε, σαν να τον άκουγες να σου ψιθυρίζει – ειδικά τα απογεύματα που άνοιγε ο καιρός και σου αποκαλυπτόταν- “φίλε ζορίζεσαι; κρυώνεις; Το 'χεις; έλα, σε περιμένω..”. Οκ έρχομαι, απαντούσες και συνέχιζες το περπάτημα. Κι έβλεπες το μοναδικό “Giant Senecio Kilimanjari”, ενδημικό δέντρο σπάνιας ομορφιάς, τα φυσικά γλυπτά από πηγμένη λάβα ολόγυρά σου κι έλεγες: δεν μπορεί, άλλος Θεός τα έσπειρε τούτα 'δω σ' αυτό τον τόπο..
To τρίτο camp, το Barranco σε υψόμετρο 3900 μ. ήταν το ομορφότερο. Ανάμεσα σε αμέτρητα Giant Senecio, και με φοβερή θέα πάνω από το Moshi αφενός(την πόλη εξόρμησης στους πρόποδες του βουνού) και τους παγετώνες του Kibo αφετέρου, αποτελούσε ένα μικρό πρώτο βραβείο για την προσπάθεια μας μέχρι τότε αλλά και μια αλήθεια: τα ψέματα τελειώνουν. Την επόμενη μέρα σκαρφαλώνεις χέρια πόδια το Barranco wall (απότομη βραχώδης πλαγιά) και προχωράς για το τέταρτο camp, το Karanga. Αμ δε! Οι οδηγοί μας είχαν ήδη κάνει άλλα σχέδια τα οποία μας ξεφούρνισαν μετά το δείπνο: Θα προσπεράσουμε το Karanga,και θα πάμε κατευθείαν στο τελευταίο camp πριν τη κορυφή, το Barafu. Αν ήμασταν καλά, και μέχρι τότε ήμασταν όλοι περίφημα με πολύ μικρές ενοχλήσεις από το υψόμετρο, θα κάναμε την επόμενη το βράδυ εξόρμηση προς την Uhuru. Μία μέρα νωρίτερα από το αρχικό πρόγραμμα. Ήταν η ανακοίνωση λίγο σοκ, κυρίως γιατί πέραν του υψομέτρου το οποίο αναμέναμε να μας δείξει δόντια την επομένη, θα είχαμε σωρευμένη κόπωση και θα έπρεπε, εντός 24 ωρών να πραγματοποιήσουμε ανάβαση 2000 μέτρων. Το συζητήσαμε, όχι πολύ όμως. Λόγω πείνας και νύστας, μόλις περιδρομιάσαμε αποσυρθήκαμε στην ζεστασιά των σκηνών μας για να ξεραθούμε στην αγκαλιά του Μορφέα. Όσο για τα υπόλοιπα, hakuna matata (στα ελληνικά: μη νοιάζεσαι..), αύριο είναι μια άλλη μέρα!
Το Barranco wall, αν και μας τρόμαξε όπως το βλέπαμε εκ του μακρόθεν ήταν τελικά διασκεδαστικό. Τρεις μέρες περπάτημα-περπάτημα, ξεμούδιασαν λίγο τα χέρια μας στα μαύρα βράχια του Barranco. Στη κορυφή του τείχους δε, η θέα ήταν αυτό που λένε “outstanding” -μεγαλειώδης-. Εξαιρετική τοποθεσία επίσης και για τουαλέτα η οποία παρεμπιπτόντως γινόταν όλο και συχνότερα επιθυμητή εξαιτίας της ακεταζολαμίδης (δραστική ουσία του φαρμακευτικού σκευάσματος που παίρναμε καθημερινά για να αντιμετωπίσουμε τα συμπτώματα του υψομέτρου). Οι οδηγοί μας, είχαν αρχίσει να απελπίζονται κάθε λίγο και λιγάκι από τη φωνή που άκουγαν από πίσω να λέει “Please stop, toilet!!!”, έτσι σε κάποια στιγμή μας διεμήνυσαν ότι θα σταματάγαμε όλοι μαζί για κατούρημα, γιατί ένας ένας χάναμε χρόνο! Τι να κάνουμε, εφαρμόσαμε τον κανόνα... Στο Karanga camp, όπου φυσικά είχαν ήδη φτάσει οι φτερωτοί μας αχθοφόροι, στήσει, μαγειρέψει κτλ κτλ, λάβαμε ένα εξαιρετικό γεύμα, και μετά χωρίς κουβέντα, σχεδόν με ματιές αποφασίσαμε να συνεχίσουμε για το τελευταίο camp. Ήμασταναφενός κουρασμένοι, αφετέρου όμως υγιείς από άποψη υψομέτρου και εφόσον φτάναμε καλά στο Barafu, θα είχαμε κερδίσει μία μέρα ώστε να την αξιοποιήσουμε αν προέκυπτε ανάγκη. Ξεκινήσαμε, χωρίς πιστεύω κάποιος από εμάς να σκέφτεται ότι το ίδιο βράδυ, σε λίγες ώρες δηλ. (μιας και ήταν ήδη αργά το μεσημέρι) θα κάναμε κορυφή. Το σύνθημα ήταν: πάμε και βλέπουμε, και φυσικά pole pole.
Στο τελευταίο κομμάτι πριν το Barafu, νομίσαμε ότι έκλεισε οριστικά η κάνουλα του οξυγόνου. Πιο pole pole πέθαινες, ανηφόρα τρελή και οξυγόνο γιοκ. Δε μπα να άνοιγες τη μασέλα μέχρι εξαρθρώσεως σαν τον κροκόδειλο (η μύτη είχε μπουκώσει προ πολλού), ανάσα της προκοπής δεν έπαιρνες. Το τοπίο γύρω καμένο από τη λάβα της ιστορίας, νεκρό, σεληνιακό, έτοιμο να υποδεχθεί τα κόκαλα μας, μιας και αν μας έβλεπες εκεί στα τελευταία μέτρα του μονοπατιού για το Barafu έλεγες πως, ζωή δεν έχουμε. Κι όμως, κούτσα κούτσα φτάσαμε στο Barafu camp, ένα σωρό από βράχους και πέτρες, “διακοσμημένο” με κάποιες σκηνές. Άρχιζε να χιονίζει και το κρύο με τον αέρα ξύριζε. To Barafu (“πάγος” στα Σουαχίλι) δεν ονομάστηκε έτσι τυχαία. Μετά από ένα φωτεινό άνοιγμα του καιρού, που μας χάρισε ένα πανέμορφο σκηνικό δειλινού πάνω από τα πορτοκαλί σύννεφα, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, το βουνό στάθηκε μπροστά μας όμως τόσο επιβλητικό όσο δεν το είχαμε αντικρίσει ίσαμε τότε: Ένα πελώριο τείχος λάβας, ύψους πάνω από 1300 μέτρα πάνω από τα κεφάλια μας, με τους παγετώνες του κρατήρα Kibo να γυαλίζουν σαν ξυράφια στην κορυφή. Κι εκείνος ο ψίθυρος του βουνού ξαναγύρισε: “Πόσο πολύ το θέλεις;;;”. Ήταν φανερό πως το Kilimanjaro αποφάσισε μας τρίξει τα δόντια. Θυμήθηκα τα λόγια του Bosco κάποια στιγμή: “Kili, is not an easy mountain my friend..”
Λίγη ώρα αργότερα, στο δείπνο ρωτήσαμε τους εαυτούς μας, πώς νιώθαμε και ξέραμε πως από τις απαντήσεις κρινόταν το άμεσο μέλλον. Κι εκεί, μέσα στην παγωμένη σκηνή και την αναμπουμπούλα της κουβέντας μας, μπούκαραν και οι οδηγοί μας. Μας ρώτησαν έναν έναν, κοιτώντας μας στα μάτια: “How do you feel?”. Μόλις πήραν τις απαντήσεις, είπαν: “It is decided. We will be summiting tonight”. Δεν θυμάμαι να ψελλίσαμε καμιά σοβαρή αντίρρηση, θυμάμαι όμως πολύ καλά αυτό που μας τόνισαν με έμφαση: “Είστε κουρασμένοι και το ξέρουμε. Όμως να το γνωρίζετε, πως εκεί πάνω τώρα πια δεν θα σας πάει το σώμα σας. Θα σας πάει η θέληση σας. Αυτό και μόνο σας χωρίζει από την κορυφή”. Το ραντεβού δόθηκε για τις 2.00 πμ. στη σκηνή - τραπεζαρία για τσάι. Θα φεύγαμε αμέσως.
Νομίζω πως από όλη την ομάδα, μόνο η Σόφη κοιμήθηκε λίγο το χρόνο που είχε απομείνει μέχρι την ώρα που ο Patrick (νεαρός αχθοφόρος που είχε αναλάβει να μας ξυπνήσει εκείνο το βράδυ) στις 01.30 ακριβώς θα ερχόταν στις σκηνές μας. “Wake up guys, it's time..” Όλοι οι υπόλοιποι, ψευτοκλείσαμε τα μάτια ακούγοντας τον αέρα έξω από τις σκηνές να δέρνει αλύπητα όποιον είχε την φαεινή ιδέα να βγει και σίγουρα, κάποια στιγμή σκεφτήκαμε κάτι πολύ κλισέ σε αυτές τις περιπτώσεις: “Τι διάολο κάνω εγώ εδώ πέρα;” Όταν ήρθε εκείνη η ώρα και ο Patrick μαζί, εύκολα δύσκολα όλοι ξεμουρίσαμε από τα ζεστά, για τσάι, μπισκότα (που δεν τα είδαμε ποτέ) και αναχώρηση. Μετά το τσάι ήρθαν και οι οδηγοί, βεβαιωθήκαμε ότι είμαστε έτοιμοι και έχουμε ότι χρειαζόμασταν και είπαμε να την κάνουμε. Φυσικά, ως είθισται σε αντίστοιχες στιγμές, εγώ ως επικεφαλής της ομάδος είχα την έμπνευση να απαγγείλω το καθιερωμένο λογύδριο εμψύχωσης πριν την αναχώρηση. Αμφιβάλλω αν κάποιος το άκουσε ή έδωσε σημασία, οπότε ξεκινήσαμε..
Οι πρώτες ώρες, ήταν μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, καθώς η πυκνή νέφωση δεν άφηνε το λιγοστό φως από το φεγγάρι να βοηθήσει να ξεστραβωθούμε. Η θερμοκρασία σιγόνταρε το δυσχερές της καταστάσεως με περίπου δέκα βαθμούς υπό του μηδενός. Οξυγόνο σταθερά ελλιπές, και άστα να πάνε γενικώς. Η μόνη θέα ήταν τα παπούτσια του μπροστινού, και η μόνη έγνοια πως θα κρατήσουμε σταθερό το ρυθμό βήματος – αναπνοής μη χάσουμε κανένα γραμμάριο οξυγόνου. Τη μονοτονία έσπαγε η ανά μία ώρα στάση για ομαδικό κατούρημα, οπότε και δινόταν και η ευκαιρία για καμία σαχλαμάρα μπας και αποσπασθεί η προσοχή από το κρύο και το ζόρι που τραβάγαμε.
Όταν βγήκε ο ήλιος, μας χάρισε ένα υπέροχο θέαμα. Την χαμηλότερη κορυφή Mawenzi και την κοιλάδα της Marangu από κάτω, μέσα σε ένα κόκκινο πέπλο από το φρέσκο πρωινό φως. Άξιζε να σταματήσεις να το χαζέψεις κι ας πάγωνες. Τι μέρος Θεέ μου.. Βέβαια, μόλις τέλειωνες με το Mawenzi και τη θέα του και γύριζες το κεφάλι πιο βόρεια, ερχόταν η μελαγχολική απογοήτευση: Η κορυφογραμμή του κρατήρα Kibo (όπου ήταν και ο πρώτος στόχος) φαινόταν ακόμα στου διαόλου τη μάνα, κάθετα πάνω από τα κεφάλια μας, σαν ένα βράχινο όρθιο αγγούρι . Λες και δεν είχαμε περπατήσει τέσσερις ώρες τώρα ούτε εκατό μέτρα.. Συνεχίζουμε, αργά σταθερά, σκεπτικά. Οι οδηγοί μας έχουν όρεξη για καντάδα, μας τραγουδάνε δύο τραγούδια του βουνού δυνατά, καθαρά κι επαγγελματικά σαν να κάνουν καριέρα σε πίστα. Με τα χέρια στην τσέπη, μην έχοντας πάρει χαμπάρι φυσικά από κούραση, ανηφόρα, υψόμετρο κι όλα αυτά τα ωραία που εμάς μας είχαν βγάλει τη πίστη.
Η ώρα πέρναγε, οι ανάσες και τα βήματα γίνονταν πιο βαριά. Ήταν τόσο μα τόσο εύκολο να πεις: “Αει σιχτίρ, αρκετά! Πάγωσα, βαρέθηκα, κουράστηκα”. Να κάνεις στροφή, και να αφήσεις πίσω σου το Kili να γελάει σαρκαστικά μαζί σου.. “πάει κι αυτός”. Κι όμως, ακόμα και εκεί στο πιο δύσκολο κομμάτι πριν τον κρατήρα, που η ανηφόρα ήταν σαν να περπάταγες σε λαδωμένη τσουλήθρα, δεν πιστεύω ότι κάποιος από εμάς έστω το σκέφτηκε αυτό. Κανείς δεν ήθελε, βλέπετε, να χάσει το ραντεβού..
Οκτώ ώρες αφότου ξεκινήσαμε από το Barafu camp, φτάσαμε στο χείλος του κρατήρα Kibo, το σημείο στο οποίο βγαίνει το μονοπάτι, και το οποίο λέγεταιStella Point (5756 μ.) . Όταν φτάσεις εκεί, θεωρητικά μπορείς να αρχίσεις τα πανηγύρια. Ακολουθεί πολύ πιο εύκολη και ομαλή πορεία στην κορυφογραμμή περίπου 45 λεπτών μέχρι την Uhuru, ενώ στο μεταξύ ξεκουράζεσαι βλέποντας με κομμένη ανάσα στην κυριολεξία τον τεράστιο κρατήρα Kibo, να απλώνεται στα πόδια σου, μια αχανής ολόισια χωμάτινη έκταση που κάποτε κόχλαζε από τη φωτιά της γης. Το θέαμα ήταν μοναδικό. Στο Stella point, μοιράστηκα και μια σοκολάτα αμυγδάλου που είχα φέρει από την Ελλάδα με έναν αχθοφόρο που είχαν πάρει μαζί τους οι οδηγοί μας. Τον λένε Frank, είναι 22 ετών και ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που έτρωγε σοκολάτα.
Όταν ξεκινήσαμε για την κορυφή, οι οδηγοί μας είπαν ότι αρκετοί πεζοπόροι παρότι καταφέρνουν να φθάσουν μέχρι το Stella Point, επιλέγουν να εγκαταλείψουν ακριβώς εκεί. Ενώ βλέπουν την Uhuru, την ταμπέλα, και ξέρουν ότι λίγο έμεινε ακόμα, σταματάνε. Το βουνό, έχει πάντα τον τελευταίο λόγο.. Με εμάς δεν έγινε αυτό, το ραντεβού με την κορυφή πραγματοποιήθηκε μετά από μία ώρα κι ενώ πλέον ο ήλιος έλαμπε πάνω από τα κεφάλια μας.
Ακούγοντας τον Γιάννη Χαρούλη να τραγουδάει (μέσα από τα ακουστικά του media player), ακούμπησα την ταμπέλα της κορυφής βλέποντας την υπόλοιπη συντροφιά να έρχεται. Και κάπου εκεί, παγώνει ο χρόνος. Στο μυαλό γίνεται ένα τρελό rewind, έρχονται τόσες εικόνες μαζί: Από την ανάβαση στο λούκι του Μύτικα στον Όλυμπο, τη διαμονή στον θυελλώδη παγωμένο Ψηλορείτη κατά την προετοιμασία, τα βράδια στα σπίτια μας όλοι μαζί με ένα μάτσο χαρτιά και πράγματα για το ταξίδι, τη φασαρία και τη βαβούρα του πριν, τις φάτσες μας στο αεροδρόμιο. Ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων, έρχεται σε ένα δευτερόλεπτο μόλις και κουμπώνει, κλείνει σαν πόρτα πίσω μας. Φυσικά αγκαλιαστήκαμε, γελάσαμε, το χαρήκαμε και οι πιο ευαίσθητοι ράντισαν και κανένα δάκρυ. Όμως η πιο δυνατή στιγμή, ήταν όταν ο καθένας μας μόνος του, βρήκε εκείνες τις στιγμές να κάτσει σε μια πέτρα της κορυφής παρέα με τη σιωπή του. Γιατί στο βουνό όπως και στη ζωή, πολύ συχνά τη θες αυτή τη σιωπή. Λίγο πριν σηκωθείς να φύγεις, ακούς για τελευταία φορά τον ψίθυρο: “τα κατάφερες μπαγάσα..”, και ξεκινάς για την επιστροφή.
Σίγουρα κάπου στον κόσμο, θα υπάρχουν μέρη που είναι περισσότερο ή και λιγότερο όμορφα από το Kilimanjaro. Βουνά που είναι ευκολότερα ή δυσκολότερα, χαμηλότερα ή ψηλότερα. Άνθρωποι που θα μοιάζουν στους Τανζανούς φίλους μας ή δεν θα μοιάζουν καθόλου. Το σίγουρο είναι, για εμάς που είχαμε την τύχη να πάμε μαζί εκεί σαν παρέα και να ζήσουμε αυτό που ζήσαμε, ότι κανένα άλλο ταξίδι δεν θα είναι σαν αυτό. Μοναδικό και ανεπανάληπτο. Κάποια πράγματα βλέπεις, τα ζεις και τα αισθάνεσαι μια φορά. Και το Kili, είναι ένα από αυτά. Η δύναμη του, η ενέργεια του, η ψυχή του γίνεται δικιά σου όταν πατήσεις το χώμα του. Το βουνό γίγαντας της Αφρικής, συμβολίζει την ελευθερία και την ελπίδα για ένα ολόκληρο λαό. Όταν πας, μην ξεχάσεις να κάνεις αυτό που λένε οι ντόπιοι: “Smile to the mountain, and the mountain will smile back to you!”
Για την ιστορία, τα μέλη του Ελληνικού Ορειβατικού Συλλόγου Χανίων που πραγματοποίησαν την αποστολή στο όρος Kilimanjaro (2-10 Δεκεμβρίου 2016),ήταν τα εξής: Σοφία Τσάπμαν, Γιάννης Κανάκης, Άννα Γιακουμάκη, Χριστίνα Φωτεινάκη, Καλλιρρόη Σεργεντάνη και ο Μάρκος Πενθερουδάκης.